- πηρόπους
- ο, Ναυτός που πάσχει από πηροποδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηροποδία — η, Ν [πηρόπους] συγγενής δυσμορφία, κατά την οποία τα πόδια είναι υπέρμετρα κοντά … Dictionary of Greek